- φαρί
- το(λ. αραβ.), άλογο ιππασίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φαρί — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ.) στην πρώην επαρχία Καινουργίου του νομού Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μορονίου. * * * το / φαρίν, ΝΜ, και φαρίον Μ άλογο, ιδίως το κατάλληλο για ιππασία ή για πόλεμο («οι καβαλλάροι μάχουνται, και τα … Dictionary of Greek
Φαρί — Φαρίς fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ФАРЫ — • Pharae, Φαραί, 1. город в западной части Ахайи, на реке Пейре (или Пиере), в 70 стадиях от морского берега, в 150 стадиях от Патр, с древним оракулом Гермеса; один из старейших членов Ахейского союза (281 г.). Жители οι̉… … Реальный словарь классических древностей
LOTIO Manuum — apud Hebraeos, anxie ac superstitiose iam inde ab antiquis temporibus, uti diximus, observata est. Hinc Pharisaei et quidam ex Scribis, quum vidislent quosdam ex discipulis Iesu, Marci c. 7. v. 2. pollutis manibus, i. e. illotis edere panem,… … Hofmann J. Lexicon universale
άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… … Dictionary of Greek
κάστρο — Μεσαιωνικό φρούριο· τείχος που περιβάλλει πόλη. Η λέξη προέρχεται από το λατινικό castellum, υποκοριστικό του castrum και υποδηλώνει, στη ρωμαϊκή ονοματολογία, ένα οχυρό σχετικά περιορισμένων διαστάσεων. Οι δύο αυτοί όροι, ωστόσο, δεν… … Dictionary of Greek
μαυρόψαρος — η, ο μαύρος και σταχτής, γκρίζος σκούρος, σκοτεινός («ένα φαρί μαυρόψαρο, όμορφο και μεγάλο», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μαύρος + ψάρος «σταχτής»] … Dictionary of Greek
φαρίον — και φαρίν, τὸ, Μ βλ. φαρί … Dictionary of Greek
Λακωνίας, νομός — Διοικητική διαίρεση (3.636 τ. χλμ., 99.637 κάτ.) της περιφέρειας Πελοποννήσου. Καλύπτει την ιστορική και γεωγραφική περιοχή της νοτιοανατολικής Πελοποννήσου, που είναι γνωστή ως Λακωνία και Λακωνική. Ο ν.Λ. συνορεύει στα Β με τον νομό Αρκαδίας,… … Dictionary of Greek